- φύλαγμα
- το, -ατος1. η φύλαξη, η προφύλαξη: Φύλαγμα από το κρύο.2. η φρούρηση: Το φύλαγμα των φυλακισμένων γίνεται από τους χωροφύλακες.3. η παραφύλαξη, το παραμόνεμα, η ενέδρα: Τον σκότωσε ύστερα από φύλαγμα πολλών ωρών στο χαντάκι του δρόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.